Λάμπε

Λάμπε
Λάμπος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λαμπέ — (Labé). Πόλη (87.398 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Γουινέας. Η Λ., που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.052 μ. στις πλαγιές του ορεινού όγκου Φουτά Τζαλόν, αποτελείται από δύο ξεχωριστά κέντρα, που χωρίζονται από έναν ποταμό και απέχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • λάμπε — λάμπω give light pres imperat act 2nd sg λάμπω give light imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαμπέ, Λουίζ — (Louise Labé, 1524 – 1566). Γαλλίδα ποιήτρια. Ήταν ιδιαίτερα όμορφη, έξυπνη και πολύ μορφωμένη. Γνώριζε την ελληνική, την ιταλική και την ισπανική γλώσσα, είχε μελετήσει μουσική και ήταν επιδέξια στην ιππασία και στην ξιφομαχία. Σε νεαρή ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • λάμπεν — λάμπε̄ν , λάμπω give light pres inf act (epic doric) λάμπω give light imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπες — λάμπε̄ς , λάμπω give light pres ind act 2nd sg (doric) λάμπω give light imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • λάμπ' — λάμπαι , λάμπη torch fem nom/voc pl λάμπᾱͅ , λάμπη torch fem dat sg (doric aeolic) λάμπε , λάμπω give light pres imperat act 2nd sg λάμπε , λάμπω give light imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμφ' — λάμπαι , λάμπη torch fem nom/voc pl λάμπᾱͅ , λάμπη torch fem dat sg (doric aeolic) λάμπε , λάμπω give light pres imperat act 2nd sg λάμπε , λάμπω give light imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AETHON — appellatus est Erisichthon, propter nimiam ingluviem. Lycopbr. Hesiod. Aelian. Athenoeus. Item unius ex Solis equis nomen, i. e. Ardens. Ovid. Met. l. 2. Fab. 1. Interea volucres Pyroeis Eous, et Aethon, Solis equi, quartusque Phlegon, hinnitibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αλέπης, Κούλης — (Αρεόπολη Μάνης 1903 – 1986). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”